τριακοστός

τριακοστός
τρῐᾱκοστός, [dialect] Ion. [pref] τρῐηκ-, ή, όν,
A thirtieth, Pi.O.8.66, IG12.304.29, Hdt.4.44,5.89, Hp.Aph.4.36, X.Cyr.5.3.6, PCair.Zen.236.6 (iii B. C.), etc.; [dialect] Aeol. [full] τρῐάκοιστος [ᾱ] IG11(4).1064b23 ([place name] Delos).
II

ἡ τ.

duty of one-thirtieth,

D.20.32

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τριακοστός — ή, ό / τριακοστός, ή, όν, ΝΜΑ, και ιων. τ. τριηκοστός, ή, όν και αιολ. τ. τριάκοιστος, οίστη, ον, Α αυτός που στην αριθμητική σειρά κατέχει τον αριθμό τριάντα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τριακοστό καθένα από τα τριάντα ίσα μέρη ενός όλου αρχ. το… …   Dictionary of Greek

  • τριακοστός — τριᾱκοστός , τριακοστός thirtieth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριακοστός — ή, ό αριθμ.τακτ. 1. ο τελευταίος στους τριάντα. 2. το ουδ. ως ουσ., τριακοστό, το ένα από τα τριάντα ίσα μέρη στα οποία διαιρέθηκε ένα όλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριηκοστόν — τριακοστός thirtieth masc acc sg (ionic) τριακοστός thirtieth neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριηκοστοῖο — τριακοστός thirtieth masc/neut gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριηκοστοῦ — τριακοστός thirtieth masc/neut gen sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριηκοστῆς — τριακοστός thirtieth fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριηκοστῇ — τριακοστός thirtieth fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριηκοστήν — τριακοστός thirtieth fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριηκοστῷ — τριακοστός thirtieth masc/neut dat sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριακοστά — τριᾱκοστά , τριακοστός thirtieth neut nom/voc/acc pl τριᾱκοστά̱ , τριακοστός thirtieth fem nom/voc/acc dual τριᾱκοστά̱ , τριακοστός thirtieth fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”